Πως μεταβληθήκαμε από Έλληνες σε νεοέλληνες

Η Πρώτη Μεταβολή
Τότε, υποστήκαμε την πρώτη μεταβολή στην ψυχοσύνθεση και την αυτοσυνειδησία μας.
Αλλάζοντας, προκειμένου να μοιάσουμε στο πρότυπό μας, τον Ευρωπαίο, όντως αποκτήσαμε την αυτοσυνειδησία τού Νεοέλληνα. Δηλαδή αποκτήσαμε, άθελά μας, την αυτοσυνειδησία ενός τύπου ανθρώπου με τεράστιο σύμπλεγμα εθνικής και πολιτιστικής κατωτερότητας.
Ως υπό διαμόρφωσιν Ευρωπαίοι, κάναμε προσπάθειες να «κατανοήσουμε» τα μέχρι πρότινος ακατανόητα και αδιανόητα, όπως, π.χ., τούς λόγους για τους οποίους μπορεί να είναι πράξεις αποδεκτές ο βανδαλισμός καταστημάτων ή ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ή το κάψιμο της Σημαίας, ή ότι υπάρχουν και «μαλακά» ναρκωτικά, ή ότι η έκλυση ηθών, δηλαδή ο πανηδονισμός, ο διαστροφικός ερωτισμός, ή η ομοφυλοφιλία, αποτελούν αποδείξεις «προοδευτικότητας», ή ότι τα κίνητρα του Ιούδα μπορεί να ήταν αγαθά κ.ο.κ.. Βέβαια, εξακολουθούσαμε να μην τα κατανοούμε, αλλά αφού μας διαβεβαίωναν ότι αυτά οι Ευρωπαίοι τα καταλαβαίνουν, εμείς σωπαίναμε. Τότε, μας είπαν ότι η γλώσσα μας έπρεπε να «εξελιχθεί» σε ό,τι αφορά στην ορθογραφία και την γραμματική της και, ενθουσιασμένοι, το δεχθήκαμε! Αργότερα, με μεταμεσονύχτια τροπολογία της αφαίρεσαν τα πνεύματα και δύο από τους τρεις τόνους της. Και το δεχθήκαμε! Από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο μας δόθηκαν νέα «εξελιγμένα» πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς. Και τα υιοθετήσαμε!
Η Δεύτερη Μεταβολή
Παρ’ όλα ταύτα, η κατάσταση όχι μόνον δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε. Μας πληροφόρησαν ότι, ως λαός, δεν ήμασταν μόνο αγράμματοι, απαίδευτοι, ωχαδελφιστές, οπισθοδρομικοί, απολίτιστοι, σκληροί με τα ζώα, «προγονόπληκτοι», αλλά και «αντιδραστικοί», «δογματικοί», «σκοταδιστές», «θρησκόληπτοι», «μεσαιωνικοί», «φανατικοί», «μισαλλόδοξοι» και, τελευταίως, «εικονολάτρες», «φονταμενταλιστές» και «ταλιμπάν». Παρά το γεγονός ότι βοηθήσαμε με κάθε τρόπο τα πρώτα κύματα λαθρομεταναστών, μας αποκάλεσαν «ρατσιστές», μάς είπαν ότι είμαστε «ξενοφοβικοί» και εθνικιστές και ότι, ως εκ τούτου, είμαστε «εθνο-φυλετιστές», άρα αιρετικοί. Μας κατηγόρησαν και ως «φασίστες», ως «καταπιεστές μειονοτήτων» - εθνικών, θρησκευτικών και σεξουαλικών.
Οι κατηγορίες αυτές μας έστελναν το υποσυνείδητο μήνυμα ότι εξακολουθούσαμε να παραμένουμε Νεοέλληνες, ότι, δηλαδή, δεν είχαμε γίνει ακόμα σωστοί Ευρωπαίοι. Όχι μόνον πιστέψαμε τις κατηγορίες, αλλά - ξεχνώντας την πολύ σοφή λαϊκή ρήση, περί του τι συμβαίνει σε όποιον δεν παινεύει το σπίτι του - αρχίσαμε να αυτοκατηγορούμεθα ως λαός. Συγχρόνως, προσπαθήσαμε να «διευρύνουμε» ακόμα περισσότερο τις αντιλήψεις μας, να «απελευθερωθούμε» ακόμα πιο δραστικά από όσα μάς έλεγαν ότι αποτελούσαν τις «προλήψεις», τις «προκαταλήψεις», τους «δογματισμούς», τους «φανατισμούς» και τις «αγκυλώσεις» μας.
Τότε, γυρίσαμε τελείως πια την πλάτη στον Έλληνα και υιοθετήσαμε έναν νέο τρόπο σκέψης, που κάποιοι μας παρουσίασαν ως ιδέες του Διαφωτισμού. Αγνοήσαμε τις προειδοποιήσεις της ορθόδοξης θεολογικής σκέψης, ότι δηλαδή ο Διαφωτισμός απορρίπτει τον Χριστιανισμό και θεοποιεί τον άνθρωπο. Έτσι, ενστερνισθήκαμε μια σκέψη που γνωρίζαμε ότι απορρίπτει τον ένα εκ των δύο πυλώνων του δυτικού πολιτισμού (αφού ο δυτικός πολιτισμός θεμελιώθηκε αφ’ ενός μεν, επί του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και, αφ’ ετέρου, επί του Χριστιανισμού). Τότε, ξεχάσαμε τον Ήρωα και, γυρίζοντας την πλάτη μας στον αρχαίο Φιλόσοφο, υποκλιθήκαμε σε ό,τι μας παρουσίασαν ως δυτικο-ευρωπαϊκή διανόηση, αφαιρέσαμε το καντήλι από τον Άγιο, τον βγάλαμε από το εικονοστάσι και τον μεταφέραμε στο σαλόνι, ως διακοσμητικό δείγμα βυζαντινής τέχνης (για να τον ξανα-θυμηθούμε ίσως μόνον ενώπιον ασθένειας ή θανάτου). Και περιμέναμε κάποιος να μας επαινέσει επιτέλους.
Όχι μόνο ουδείς μας επαίνεσε, αλλά οι κατηγορίες πολλαπλασιάσθησαν και εντάθηκαν. Με την διαφορά ότι άρχισαν πλέον να στρέφονται κατά του ιστορικού μας παρελθόντος. Παρα-ιστορικοί άρχισαν να λυμαίνονται τα ηλεκτρονικά και έντυπα Μ.Μ.Ε., διαχέοντας συκοφαντικές, ανιστόρητες ή μονομερείς εκδοχές της Ιστορίας μας. Το Μουσείο Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Στρασβούργο αρνήθηκε να συμπεριλάβει οτιδήποτε ελληνικό. Επιφανείς καθηγητές επέμεναν ότι προερχόμαστε από τούς ιστορικά ανύπαρκτους Ινδοευρωπαίους, ότι το αλφάβητό μας είναι φοινικικό και ότι είχε δίκιο ο Φλαμεράγιερ, ότι δηλαδή ουδεμία σχέση έχουμε με τους Αρχαίους Έλληνες. Ακόμα και από το εξωτερικό προσκλήθηκαν καθηγητές, προκειμένου να μας πουν ότι ο Φίλιππος ο Β’ ήταν, όπως και όλοι οι Αρχαίοι Έλληνες, ομοφυλόφιλος. Άλλοι ανέλαβαν να μας πληροφορήσουν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν μέθυσος, ομοφυλόφιλος, ιμπεριαλιστής καί – φυσικά - «σφαγέας των λαών». Επίσημα χείλη μας πληροφόρησαν ότι η Επανάσταση του 1821 έγινε από «κάτι ξυπόλυτους», που δεν εξετίμησαν την ήρεμη και ειρηνική ζωή των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας! Άλλοι ανέλαβαν να μας πληροφορήσουν ότι το 1821 έγινε από τούς Αλβανούς (!) ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν, κατ’ άλλους μεν, Αλβανός, κατ’ άλλους δε, δολοφόνος, ότι ο Μακρυγιάννης ήταν τοκογλύφος και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Η Τρίτη Μεταβολή
Ανυποψίαστοι αποδέκτες των μεθοδεύσεων αποδόμησης που χρησιμοποιεί ο Νέος Διαφωτισμός, έχοντας ήδη διαβρωμένη την αυτο-συνειδησία μας ως Νεοέλληνες, με αποτυχημένη την μετάλλαξή μας σε Ευρωπαίους, με αποσυντονισμένη την Λογική μας και με διαλυμένη την βούλησή μας, ήμασταν πλέον έτοιμοι να αποδεχθούμε αδιαμαρτύρητα οτιδήποτε. Έτσι, πιστέψαμε ότι «όλες οι θρησκείες είναι ίδιες», ότι «όλοι οι λαοί είναι ίδιοι», ότι «όλοι οι πολιτισμοί είναι ίδιοι», ότι τα σύνορα είναι δήθεν ευρωπαϊκή επινόηση του 19ου αιώνα. Πιστέψαμε επίσης ότι ουδέποτε υπήρξαμε ενιαίο Έθνος, αλλά ότι πάντα ήμασταν συνονθύλευμα εθνοτικών, φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, τις όποιες, όμως, οι ίδιοι καταπιέζουμε (!) και ότι, συνεπώς, οφείλουμε να ντρεπόμαστε. Η ντροπή και οι ενοχές άρχισαν να διαβρώνουν εντός μας οποιαδήποτε αυτοσυνειδησία, προς μεγάλη ικανοποίηση των φορέων τού Νέου Διαφωτισμού.
Αρχίσαμε, δηλαδή, να αμφισβητούμε το Ιστορικό μας παρελθόν και, στην συνέχεια, αρχίσαμε να το κατηγορούμε εμείς οι ίδιοι και, τέλος, ο ένας μετά τον άλλο να το απορρίπτουμε. Τότε, ήταν πού έσπασε μέσα μας και ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας της Ιστορίας που μας συνέδεε πνευματικά, συναισθηματικά και συνειδησιακά με το παρελθόν μας και με τα παλαιά πρότυπά μας: τον Ήρωα και τον Φιλόσοφο.
Γνώριζαν ότι, με την βοήθεια του Νέου Διαφωτισμού, είχαμε μεταβληθεί σε έναν τύπο ανθρώπου που, όπως λέει με κρυφή ειρωνεία ο Φουκουγιάμα, «αρκείται στο να παραμένει στο σπίτι του, αυτο-θαυμάζοντας την ευρύτητα του νου του και την έλλειψη φανατισμού του».
Πράγματι, στο βιβλίο του «Ο Τελευταίος Άνθρωπος στο Τέλος της Ιστορίας», το 1992, ο Φουκουγιάμα αναφέρεται στον σύγχρονο δυτικοευρωπαΐο ως σε έναν αποδυναμωμένο πλέον άνθρωπο και τον χαρακτηρίζει «άνθρωπο χωρίς σθένος» -εννοώντας, βέβαια «άνθρωπο χωρίς βούληση», αν όχι άνθρωπο εκφυλισμένο και παρηκμασμένο.