Οι Μάγισσες τα Μάγια της νύχτας καί η ..Υπάτη
(του αείμνηστου Ζάχου Ξηροτύρη)
Η Μαγεία έχει βαθιές τις ρίζες στη μυθολογία και την παράδοση, τόσο που έγινε πίστη και βίωμα στο υποσυνείδητο του λαού μας. Άλλοι τις μάγισσες, τις ιέρειες της Μαγείας, τις θεωρούν δαιμονισμένα πλάσματα και άλλοι σαν πλάσματα προικισμένα με σοφία και γνώση.
Η νύχτα έχει να κάμει στα μάγια, η Θεά νύχτα ξέρει να λύνει και να δένει όλων των ειδών τα μάγια και οι μάγισσες, αστροφεγγιά, γυαλί καθαρογυάλι αναζητούν να είναι ο ουρανός, όταν ρίχνουν ή λύνουν τα μάγια. Τότε είναι αλάθευτα, γιατί κουβεντιάζουν και με τ’ αστέρια. Η ημέρα είναι για μικρομάγια, όπως και οι σκοτεινές νύχτες για σκοτεινά και αδιάλυτα μάγια.
Μάγισσα σαν τη Μήδεια την κόρη του Βασιλιά Αιήτη, άλλη δεν πέρασε. Και για να κάνει το φίλτρο της νεότητας για τον πεθερό της Αίσωνα, νύχτα μεσάνυχτα ξεκίνησε «περιβεβλημένη απολελυμένην αισθητά και κόμην περικεχυμένην εις τους ώμους...».
Αυτά και άλλα μας λέει ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος. Και να πως κουβέντιασε και τι είπε στη νύχτα η μάγισσα Μήδεια: «Νύχτα συ που κρύβεις όλα τα μυστήρια και σεις δαίμονες των δασών και της νύχτας, ελάτε να με βοηθήσετε, έχω ανάγκη από το φίλτρο εκείνο που ξανανιώνει τη ζωή των θνητών και διώχνει μακριά τα γηρατειά». Ζητάει τη συνδρομή των δαιμόνων η μάγισσα, γιατί και κείνοι είναι «νυκτηπλανή» πλάσματα. Για τη διαβόητη αυτή μάγισσα θα πούμε πολλά παρακάτω. Νέστορες της μαγείας είναι συνήθως γυναίκες, οι άντρες πιο πολύ ασχολούνται με τη Μαντεία.
Γριά «από το Έγριπο αλλοτινή βυζάστρα, μάϊσσοπον κατέβαζε τον ουρανό με τ’ άστρα» ήταν η μάγισσα που έδωκε στον Ερωτόκριτο το μαγικό νερό και πλύθηκε, ομόρφηνε και ξανάνιωσε ο Ερωτόκριτος κι έγινε τέτοιος, που ήταν «χάρος το σπαθί του και θάνατος η χέρα του», πολέμησε, νίκησε και έκαμε ύστερα την Αρετούσα γυναίκα του. Φοβερά και τρομερά πράγματα κατορθώνουν οι μάγισσες τις νύχτες με τη δαιμονική βοήθεια. Άρμα φτερωτό που το ‘σερναν Δράκοντες της έστειλαν της Μήδειας οι δαίμονες «εφ’ ου παρευθύς επέβη και τους κεχαλινωμένους των Δρακόντων αυχένας εθώπευε και δια των χειρών τας ελαφρός ηνίας εσάλευε...» και έφθασε στα Οιταία όρη, για να μαζέψει τα μαγικά βότανα που ήθελε.
Κάθε τόπος έχει και τις μάγισσες του και αν η γριά μάγισσα από τον Έγριπο, έκαμε τόσα και τόσα για τον Ερωτόκριτο, η Υπάτη υπήρξε το πιο φημισμένο μαγικό κέντρο με την Αγαονίκη και Μυκάλη που μπορούσαν να κατεβάσουν τ’ άστρα και τη Σελήνη κατά βούληση.
Μας το λέει ο Ρωμαίος ποιητής Απονήλιος και ο Λουκιανός, ο οποίος επισκέφθηκε στην Υπάτη τις πιο γνωστές μάγισσες, την Αγαονίκη και τη Μυκάλη να διαπιστώσει, πως κατόρθωσαν να μεταμορφώνουν τον Λούκιο σε όνο. Και να πως έγινε (Λουκιανού-Λούκιος ή όνος σελ. 91 «η δε το δωμάτιον υπανοίξασα κομίζει την πυξίδα, εγώ δε σπεύδων ήδη, αποδύσας χρέω εμαυτόν όλον και όρνις μεν ου γίνομαι ο δυστυχής, αλλά μοι ουρά όπισθεν εξήλθε και οι δάκτυλοι πάντες ώχοντο κ.λπ.».
Η Αγαονίκη μάλιστα που ήταν και φοβερή αστρομάντισσα, εφημίζετο ότι μπορούσε να μετακινεί τη Σελήνη με τ’ άστρα, ανά πάσα στιγμή της νύχτας και κατά βούληση, πότε στα Ουράνια και πότε να την κατεβάζει στα επίγεια.
Ένα τέτοιας φήμης μαγικό κέντρο όπως της Υπάτης, δε μπορούσε να μην αφήσει πίσω τους μαγικούς διαδόχους και σαν τέτοια μια από τις σύγχρονες μάγισσες της Υπάτης, ήταν και η Λυούσα που το όνομα της υποδηλοί, ότι λύνει τα μάγια. Λυούσα Αρμάγου ήταν τ’ όνομα της. Ναός της Μαγείας, ήταν ο ίδιος εκείνος που λιτάνευσε η Αγανίκη και η Μυκάλη και ήταν η γνωστή Ανεμότρυπα, εκεί κοντά στον Ξεριά. Λένε πως και τώρα άμα βάλεις τ’ αυτί σου στην τρύπα ακούεται μια βαθιά βουή και φαίνονται και οι πέτρινες λεκάνες που χρησίμευαν για μαγικές εργασίες, σαν τα γουδιά που είχαν οι παλιοί φαρμακοτρίφτες. Στο μαγικό αυτό βράχο με τη χαρακτηριστική του σχισμή μακριά από βέβηλα μάτια, γινόταν οι μαγικές τελετές τις νύχτες, το σπίτι της Λυούσας ήταν για τα μικρομάγια και τα μάγια της ημέρας. Μαθητές του Σχολαρχείου πριν από εφτά περίπου δεκαετηρίδες φλεγόμενοι από περιέργεια για τον Άντρον αυτό των Νυμφών και Μαγισσών και κατακυριευμένοι από κάποιον αόρατο φόβο, είμασταν συχνοί επισκέπτες της Ανεμότρυπας.
Και όχι μόνο Μάγισσες, αλλά και Νεράιδες κατέφευγαν εκεί και ο μύθος και ο θρύλος λέει ότι επικοινωνούσαν υπογείως, με τη Λουτρόπολη Υπάτης, όπου έπαιρναν το λουτρό τους και διατηρούσαν αμέριστη τη Νεραϊδική ομορφιά τους. Ο ασύνορος μύθος μας λέει ότι και η Αφροδίτη πλύνονταν στα Λουτρά αυτά.
Νύχτες λοιπόν ολοφέγγαρες περνούσε στην Ανεμότρυπα η Λυούσα, όταν ήθελε να προετοιμάσει τα μαγικά φίλτρα να μαγέψει ή να λύσει τα μεγάλα μάγια. Είχε πάρει κι αυτή τη φήμη της Αγανίκης, ότι μπορούσε να κατεβάζει και το φεγγάρι και ήθελε και τη συνεργασία των άστρων.
Δεν τη γνώρισα τη Λυούσα, αλλά άκουσα από γερόντισσες ότι αυτή του Μαλαχαβίου από την Καστριώτισσα κατέβασαν το φεγγάρι στον Ξεριά της υπάτης και το ανέβασαν πάλι.
Μια φορά μόνο δε μπόρεσε να λύσει τα μάγια για ένα όμορφο παλληκάρι από το Καρπενήσι ή από το Δομοκό. Ανθυπολοχαγό τον θέλει ή φήμη και έτσι το άκουσα και γω από ένα γέρο ξωμάχο. Και όπως ξέρουμε, οι ξωμάχοι ξέρουν πολλά για μάγισσες για Νεράιδες και άλλα της νύχτας δαιμονικά και φαντάσματα.
Η ομορφιά του νέου αυτού δεν είχε έτερο, τον λιμπίστηκε η Λυούσα και έβαλε τα δυνατά της να τον ξεμαγέψει. Δεν το κατώρθωσε όμως γιατί τα μάγια είχαν γίνει γραπτά και τον είχε μνημονέψει παπάς σε Συλείτουργο ζωντανόν ακόμα για πεθαμένον.
Το μάγι αυτό είναι το μόνο που δε λύνεται και ο γραμμένος και διαβασμένος από παπά, είναι σίγουρα και γρήγορα πεθαμένος. Απελπισμένη τον έστειλε στην Καστριώτισσα στην άλλη περίφημη μάγισσα και συνεργάτιδα της τη Μαλαχαβίου με τόνομα.
Τρεις νύχτες ολοφέγγαρες ξόρκιζε και ξεμάγευε η Μαλαχαβιού και άλλες τρεις σκοτεινές να λύσει το μαγικό σκοτάδι, μα γιατρειά δεν έβλεπε στο παλληκάρι και τη ζωή του την έβλεπε το πολύ σε τρία σύντομα τέρμενα.
Και όταν απελπίστηκε «πάρτε τον, είναι γραμμένο στου χάρου τα κατάστιχα με τους αποθαμένους και γιατριά δεν έχει». Όμως τον ξεπροβόδισε από το χωριό σιγά τραγουδώντας το λυπητερό τραγούδι «Αρχοντονιός ψυχορραγεί, ομορφιονός πεθαίνει, ανάψτε κόκκινα κεριά και πράσινες λαμπάδες». Ζωή δεν είχε κατά τη γνωμάτευση της Λυούσας και τη σύμφωνη διαπίστωση της Μαλαχαβιούς. Το παιδί θα πέθαινε και πέθανε μέσα στα τρία τέρμενα, σε τρεις μέρες στο δρόμο χωρίς να φτάσει στο σπίτι του.
Αλλά αξίζει εδώ να δούμε τα μάγια της διαβόητης Μήδειας, που έφτασε να κάνει μάγια που κατανίκησαν τα γηρατειά ξανάνιωσαν τον άνθρωπο, όπως έγινε για τον Αίσονα με το περίφημο φίλτρο της νεότητας.
Όλοι ξέρομε από το μύθο ότι ο Ιάσονας νίκησε το Βασιλιά Αιήτη στους βαρείς όρους που του έβαλε, έκανε πραγματικό άθλο, αλλά μόνο με τη βοήθεια της Μήδειας, που και αυτή του έθεσε όρο να την παντρευτεί. Δέχτηκε ο Ιάσονας και τον όρο της Μήδειας νίκησε και πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, μα πήρε γυναίκα του αυτή την Μήδεια την Τάταρη εκείνη μάγισσα και την έφερε στην Iωλκό σαν χρεώστης της ζωής του σ’ αυτήν και σαν εύρημα για τους Θεσσαλούς. Οι Θεσσαλοί όμως γρήγορα κατάλαβαν πολλά και κατάλαβαν, ότι είναι δαίμονας και όχι άνθρωπος. Είδαν με τα μάτια τους τις δαιμονικές συνέργειες που είχε και κατόρθωνε να εμποδίζει ή να αλλάζει την τροχιά των άστρων. Είδαν τη δυνατότητα που είχε να κάνει τις γυναίκες να μη γεννούν παιδιά, αλλά σκυρωτούς και φίδια. Είδαν ότι μπορούσε με τα μαγικά της να θανατώνει ανθρώπους αθέατους και από μακρινές αποστάσεις, με όπλο τα μάγια της «και γαρ βλέμμα και αναπνοήν αυτής δεχόμενους τήκεσθαι και νοσείν». Φορούσε μαύρα τη νύχτα για να μαζεύει φαρμακερά βότανα και όταν ξερίζωνε το φοβερότερο βότανο το λεγόμενο «προμηθείο» τα χώματα εσείονταν σαν να χόρευαν. Την είδαν να σφάζει αρνιά για να τους πιει μια σταλαματιά μόνο, την τελευταία σταλαματιά. Έκανε τα πάντα να την υπακούουν, ακόμα και σε κείνα τα τρομερά κοράκια που έφερναν αιωνόβια γρουσουζιά, γρουσουζιά εκατόν χρόνων σε όποιον τολμούσε να τα αντικρύσει και κείνα τα πειθαρχούσε.
Και αξίζει ακόμα όπως θα δούμε με τι τρόπο πήγαινε νύχτα στα Οιταία όρη να μαζεύει βότανα, όχι βέβαια θεραπευτικά «Νούσων φύσις ιατήρ», αλλά μαγικά, που ήταν γεμάτα με πλούσια σε μαγικά βότανα. Εκεί φύτρωνε και ο ελλέβορος που έκανε χρήση ο μυθικός ημίθεος Ηρακλής. Εκεί και το θανατηφόρο βότανο, υγρό που ράντισε η γυναίκα του Ηρακλή τον χιτώνα του Ηρακλή. Εκεί και το φίλτρο της «Πανχρήστου Πειθούς» που συμβούλεψε τη γυναίκα του Ηρακλή ο Νέσσας να μαζέψει το αίμα του Νέσσου πριν ξεψυχήσει ύστερα από το τόξεμα που του έκανε ο Ηρακλής σ’ αυτόν είδε να θέλει στη μέση το ποτάμι Εύηνος να τη βιάσει, της έδωκε τη συνταγή πως θα κάνει το φίλτρο της «Πανχρήστου πειθούς» και ο Ηρακλής θα ξεχάσει την Ιόλη που αγάπησε και θα γυρίσει πίσω στη Δηιάνειρα.
Αλλά ας δούμε τώρα πως έφκιαξε το μαγικό φίλτρο της νεότητας και ξανάνιωσε τον πεθερό της Αίσωνα. Και δυστυχώς δεν αφήκε τη συνταγή και ούτε ποιους δαίμονες είχε συνεργάτες ξέρουμε, να πάει καμιά σύγχρονη μάγισσα να τους αναζητήσει, μήπως και λυθεί αυτό το άλυτο ανθρώπινο αίτημα «νάταν τα νιάτα δύο φορές». Ο πατέρας του Ιάσωνα ο Αίσωνας σαν έμαθε με τι μαγικό τρόπο έκανε τον Ιάσωνα να νικήσει και να πάρει το μυθικό εκείνο χρυσόμαλλο δέρας, σκέφθηκε πονηρά, ότι αυτή που ξέρει τόσα πολλά σίγουρα θα ξέρει και κανένα μαγικό να τον κάνει κι αυτόν πάλι νέο και παλληκάρι και της το πρότεινε.
Η φοβερή μάγισσα που όλα τα ‘ξερε, δεν του έφερε αντίρρηση και δεν άργησε να τον ξανανιώσει. Το πως τον ξανάνιωσε; εύκολο και να πως. Την περιγραφή δεν την κάνομε ημείς, την κάνει ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος. Ήταν νύχτα πανσέληνος μας λέει, όπου η Μήδεια βγαίνει από το παλάτι της, «παρεβεβλημένη - απολελυμένη εσθήτα, γυμνήν του πόδας, γυμνήν την κόμην περικεχυμένην εις του ώμους...».
Άπαξ να χάνεται, χάνεται μέσα στην νύχτα και φθάνει στην όχθη του ποταμού Άναυρου. Σκύβει τρεις φορές και βρέχει το κεφάλι της με νερό του ποταμού, ύστερα γονατίζει και σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και παρακαλεί τη νύχτα που δένει και λύνει τα μάγια κι ακούγεται η φωνή της «νύχτα συ που κρύβεις όλα τα μυστήρια και δίνεις στους μάλλον τα δυνατά σου βότανα και σεις δαίμονες των δασών και της νύχτας, ελάτε να με βοηθήσετε, έχω ανάγκη από το φίλτρο εκείνο που ξανανιώνει τη ζωή των θνητών και διώχνει μακριά τα γηρατειά».
Και τότε δια μιας σίγησε η φύση όλη και αίφνης κατεβαίνει από τα ύψη άρμα φτερωτό που το έσερναν Δράκοντες. «Εφού παρευθύς επέβη και τους κεχαλινωμένους των Δρακόντων αυχένας εθώπευε και δια των χειρών τας ελαφράς η νιας εσάλευε..». Καβαλάει έπειτα και ξεπεζεύει στις «Οιταίες χώρες» και εκεί εννιά ολάκερες μέρες μαζεύει βοτάνια μαγικό από τις όχθες του Αριδανού, του Σπερχειού, του Πηνειού, του Ενιπέα, από λίμνες, από βουνά και κάμπους.
Σφάζει ύστερα μαύρο πρόβατο και το αίμα του το βάζει σε χάλκινο δοχείο, ρίχνει μέσα και άλλα μαγικά πολλά, ως και άμμο από ωκεανό, πήρε και σπλάχνα λύκου τ’ ανακάτεψε με τα βοτάνια και έκαμε το μαγικό φίλτρο της νεότητας και μ’ αυτό έγινε νέος ο Αίσωνας, αφού του είχε κόψει πρώτα το λαιμό και ύστερα έχυσε στις αρτηρίες υγρό από το μαγικό φίλτρο και αμέσως ζωντάνεψε ένας νέος και ωραίος Αίσωνας.
Επιρρεπής και μουρντάρης όπως ήταν στα νιάτα του ο Αίσωνας, θαμπωμένος από την ομορφιά της Μάγισσας Μήδειας, δεν άργησε να της επιτεθεί με άσεμνους τρόπους και ανεπίτρεπτους σκοπούς. Και θα πραγματοποιούταν η επιθυμία του αν δεν παρενέβαιναν οι παρευρισκόμενοι. Αν όμως γλύτωσε από τη ντροπή του Αίσωνα, η Μήδεια μια τρομερή μάγισσα μια αλύγιστη ψυχή, ωραιότατη στη μορφή, μελαχρινή με κλειστά φρύδια σμιχτά, μια γυναίκα από κείνες που μπορούν να κάνουν ότι δε βάνει νους ανθρώπου, τυφλωμένη από το πάθος έπνιξε τα παιδιά της και δηλητηρίασε τη Γλαύκη που αγάπησε ο Ιάσωνας, ένα πάθος που την αποθανάτισε ως παιδοκτόνο και η κακή της μνήμη διαιωνίζεται και θα διαιωνίζεται το έγκλημα της όσο υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», 1994
Νεράιδες, μάγισσες, αστρομάντισσες και φαρμακίδες της Υπάτης
Οι γιαγιάδες από τη Θεσσαλία πάντα έλεγαν ωραία παραμύθια. Οι ήρωες δεν ήταν μόνο θεριά και δαίμονες, ατρόμητα παλικάρια και ξακουστοί άρχοντες, αλλά και όμορφες μαγεμένες πριγκίπισσες που πλανεύτρες μάγισσες τούς έδωσαν να πιουν φαρμάκι, βότανο που έβγαινε σε κακοτράχαλα περάσματα. Κάπου στην Καταβόθρα τη σημερινή Οίτη, τα Βαρδούσια και τη Νεραϊδοσπηλιά στη Βάργιανη. Εκεί συνωστίζονταν μάγισσες και νεράιδες. Ομως πόσοι αλήθεια γνωρίζουν ότι οι πιο διάσημες απ’ αυτές ήταν εκείνες της Υπάτης;
Ηταν πριν από λίγες ημέρες που ο διευθυντής του Νομισματικού και Επιγραφικού Μουσείου, ο δρ Γεώργιος Κακαβάς, καλεσμένος του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, μάγεψε το ακροατήριο μιλώντας για τις αστρομάντισσες και τις φαρμακίδες της Υπάτης, τους θρύλους για την καστροπολιτεία της μαγείας, εκεί όπου η πλανεύτρα φύση αντάμωνε με τους μύθους, την παράδοση, την ιστορία, τους ημίθεους, με στοιχειά και πανούργες μάγισσες που γοήτευαν ή σκόρπιζαν συμφορές. Ακόμη ότι στην αρχαιότητα η Θεσσαλία φημιζόταν για τις πανίσχυρες μάγισσες και για τ’ άλογά της.
Στην ιεροτελεστία της μαγείας πρώτη και καλύτερη σέρνει τον χορό η μυθική σχεδόν Αγλαονίκη η Ηγήτορος, μάγισσα του 5ου π.Χ. αιώνα από τη Θεσσαλία, διάσημη για την ικανότητά της να προβλέπει τις εκλείψεις του Ηλιου με ακρίβεια ώρας, όπως ακριβώς συνέβαινε με τον περίπου σύγχρονό της Θαλή τον Μιλήσιο, ξεκίνησε τη διάλεξή του ο κ. Κακαβάς. «Η Αγλαονίκη, αναφερόμενη από τον Πλούταρχο και ως Αγανίκη, υπήρξε η πρώτη χρονολογικά γυναίκα αστρονόμος της αρχαίας Ελλάδας. Η ίδια, κατά την παράδοση, ισχυριζόταν ότι κατέβαζε από τον ουρανό ακόμη και τη Σελήνη, μία φράση που, σύμφωνα με σχόλιο του Απολλόδωρου από τη Ρόδο (Δ΄ 59), σχετίζεται με την πρόβλεψη, επίσης με ακρίβεια ώρας, των εκλείψεων της Σελήνης».
Η θεά της αστρομαντείας, η θρυλική Μυκάλη, μπορούσε να ανεβοκατεβάσει το φεγγάρι. Πώς έκριναν την άξια μάγισσα τότε; «Οταν αυτή επρόκειτο να εκτελέσει κάποια σπουδαία τελετουργία, στρεφόταν προς το φεγγάρι, το ρωτούσε και το ανάγκαζε ν’ αποκριθεί. Το κατέβαζε από τον ουρανό με τη βία, το ίππευε και το ποδοπατούσε, το βασάνιζε μέχρις ότου να της πει όλα όσα ήθελε αυτή να μάθει. Τη θεά Nύχτα είχαν για σύμμαχό τους γι’ αυτό αναζητούσαν αστροφεγγιά, γυαλί καθαρογυάλι να ’ναι ο ουρανός, όταν έριχναν ή έλυναν τα μάγια».
Ο διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου θύμισε τη φράση «πάρε άλογο από τη Θεσσαλία και γυναίκα από τη Σπάρτη». Και συμπλήρωσε πως «ο Ηλιόδωρος, στο Β΄ βιβλίο των Αιθιοπικών του, αναφέρει σχετικά “...τα άλογά τους ήταν όλα από τη Θεσσαλία κι είχαν την ατίθαση περηφάνια που χαρακτηρίζει τα άτια των θεσσαλικών πεδιάδων”. Μετά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Θετταλίδες μάγισσες, που είχαν ως προστάτιδά τους την τρισυπόστατη θεά Εκάτη, και κυρίως οι φαρμακίδες ή φαρμακεύτρες της Υπάτης, έφτασαν στο απόγειο της δόξας τους. Τη δύναμή τους όφειλαν στην άριστη γνώση των φυτών της Οίτης και ιδιαίτερα των τοξικών-φαρμακευτικών, που, ανάλογα με τη χρήση, γίνονταν φάρμακα ή φαρμάκια, από εκεί και η ονομασία τους, φαρμακίδες».
Για τα μάγια χρησιμοποιούσαν βότανα φάρμακα, που μάζευαν στην Οίτη. Ο Θεόφραστος, ο Πλίνιος και ο Στράβων καταγράφουν πως οι μάγισσες-φαρμακίδες χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία των ασθενών το τοξικό φυτό «ελλέβορος», γνωστό στον Ιπποκράτη, το οποίο φυτρώνει στους πρόποδες του Παρνασσού και της Οίτης και λειτουργεί ως φυσικό καταπραϋντικό, όπως η βαλεριάνα και η μπελαντόνα.
«Μια παραστατική εικόνα της θρησκευτικής-μαγικής σύγχυσης που επικρατούσε τον 1ο μ.Χ. αιώνα δίνει ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός (39-65 μ.Χ.). Περιγράφει από τη μια πλευρά την αρχαία θρησκεία, τα μεγάλα κέντρα της, τη Δήλο, τους Δελφούς και τη Δωδώνη, τις μεθόδους που αυτή χρησιμοποιούσε για την πρόβλεψη του μέλλοντος, όπως η σπλαγχνοσκοπία, η οιωνοσκοπία ή η αστρολογία, και κάθε άλλη που, αν και μυστική, ήταν επιτρεπτή. Από την άλλη πλευρά, αναφέρει τα μυστήρια της βάναυσης μαγείας, που οι θεοί αποστρέφονταν και αφορούσαν στον Πλούτωνα και στις σκιές του κάτω κόσμου, σε φοβερούς βωμούς και νεκρικές τελετές». Στο 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα η Υπάτη ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα μαγείας με σχολές μαγισσών που επισκέπτονταν θεραπευτές, φιλόσοφοι, συγγραφείς, λαϊκοί, ακόμη και Ρωμαίοι άρχοντες. «Μας το αναφέρουν ο ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος Απουλήιος (124 - 171 μ.Χ.) από τα Μάδαυρα της Νουμιδίας, της σημερινής Αλγερίας, στο έργο του Χρυσός Γάιδαρος ή Μεταμορφώσεων βιβλία 11, όπου εξυμνεί τη φυσική ομορφιά και την ακμή της μαγικής πόλης Υπάτης».
Αναλάμβαναν μάγια για έρωτες, φίλτρα που καθοδηγούσαν ή εξανάγκαζαν σε υπακοή, άλλα που προκαλούσαν μαρτύρια. Η Παμφίλη, σύζυγος του Μίλωνα, ο οποίος φιλοξένησε τον Λούκιο στην Υπάτη, ήταν επικίνδυνη αλλά και ερωτιάρα μάγισσα. Ομως και η Φωτίδα δεν υστερούσε. Η γυναίκα του Ιππάρχου ήταν μια φοβερή μάγισσα της Υπάτης που έκανε τα γλυκά μάτια σε όλους τους νέους. Αλίμονο σε όποιον δεν υπέκυπτε. Τον μεταμόρφωνε ή τον ξέκανε. Η Υπάτη θεωρούνταν το λίκνο της μαγείας. Αλλά, όπως μάς θύμισε ο κ. Κακαβάς, τα περί μαγείας είναι αδυναμία πανανθρώπινη κι όχι μόνο ελληνική.
ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ
kathimerini.gr