3 Μαρτίου 1957: Ο Γρηγόρης Αυξεντίου και ο ηρωικός του θάνατος

2020-03-03 22:39

«Στην εσχάτην ανάγκην θα αγωνιστώ και θα πεθάνω σαν Έλληνας, αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν»
Γρηγόρης Αυξεντίου

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήταν Κύπριος αγωνιστής της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α). Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Από το 1955 μέχρι το 1957 ήταν υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και πολεμούσε στον Αγγλοκυπριακό αγώνα, που στόχο είχε την ένωση με την Ελλάδα. Έπεσε μαχόμενος σε ένα κρησφύγετο κοντά στο Μοναστήρι του Μαχαιρά στις 3 Μαρτίου 1957. Μετά τον θάνατό του, αφού ανακηρύχθηκε σε εθνικό ηρώα, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο «Σταυραετός του Μαχαιρά».


Ο Γρηγόρης Αυξεντίου πριν από τον αγώνα

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στην Λύση, ένα κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα χωριό της Κύπρου, που είναι κτισμένο ανάμεσα στην Λευκωσία και την Αμμόχωστο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πιερής Αυξεντίου και η μητέρα του Αντωνία.

Τα πρώτα του μαθητικά χρόνια τα πέρασε στο δημοτικό σχολείο της Λύσης, ενώ ακολούθως φοίτησε στο γυμνάσιο Αμμοχώστου. Μετά το τέλος των μαθητικών του υποχρεώσεων ταξίδεψε στην Ελλάδα με σκοπό να κάνει πραγματικότητα το όνειρο του, που δεν ήταν άλλο από το να σπουδάσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Δυστυχώς, η αποτυχία του στις εξετάσεις δεν του το επέτρεψε, γεγονός που τον οδήγησε να καταταγεί στον ελληνικό στρατό και τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού. Μετά το τέλος της θητείας του και καθώς είχε φτάσει στον βαθμό του ανθυπολοχαγού πεζικού, υπηρέτησε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για λίγους μήνες.

Το 1952 επέστρεψε στην γενέτειρα του, την Κύπρο. Άρχισε να εργάζεται μαζί με τον πατέρα του και λίγο καιρό αργότερα αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του, Βασιλεία Παναγή.


Τα θλιβερά γεγονότα του 1955

Το όραμα των Κυπρίων για ένωση με την Μητέρα Ελλάδα και αποτίναξη του αγγλικού ζυγού τους οδήγησε στην κήρυξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων το 1955. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, πατριώτης καθώς ήταν, ήταν από τους πρώτους που κατατάχθηκαν στην Ε.Ο.Κ.Α.

Στις 20 Ιανουαρίου 1955 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του Αυξεντίου με τον Γρίβα που ήταν αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α.. Ο Γρηγόρης, δίνοντας τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής αντί του καθιερωμένου όρκου της Ε.Ο.Κ.Α., μυήθηκε στον αγώνα κατά των Άγγλων.

Σε όλη την διάρκεια του αγώνα ο Αυξεντίου πήρε διάφορα ψευδώνυμα, ανάμεσα τους το πιο γνωστό σε εμάς «Ζήδρος», αλλά και «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος» κλπ. Η γενναιότητα, η αγωνιστικότητα και ο ζήλος που τον διακατείχαν έγιναν γρήγορα ξεκάθαρα στον αρχηγό της Ε.Ο.Κ.Α, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε και του παραχώρησε σε μικρό χρονικό διάστημα την θέση του υπαρχηγού.

Αρχικά, υπηρέτησε ως Τομεάρχης Αμμοχώστου-Βαρωσίων. Από την 1η Απριλίου 1955 άρχισε να καταζητείται από τους Άγγλους έναντι γερής αμοιβής. Εξαιτίας αυτού, μεταφέρθηκε στην Κερύνεια, όπου υπηρέτησε ως τομεάρχης μέχρι τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Από τον Δεκέμβριο του 1955 διετέλεσε τομεάρχης Πιτσιλιάς, ενώ οι Άγγλοι συνέχισαν να τον καταζητούν έναντι 5.000 λιρών (ποσό μεγάλο για την τότε εποχή). Το χρηματικό αυτό ποσό θα δινόταν σε όποιον τους αποκάλυπτε που κρυβόταν. Οι δελεαστικές προτάσεις των Άγγλων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα μέχρι τις 3 Μαρτίου του 1957 που έπεσε μαχόμενος εξαιτίας της προδοσίας ενός βοσκού, που ίσως ήταν και ο μόνος τρόπος για να τον βρουν.

Τα τραγικά γεγονότα της 3ης Μαρτίου και ο θάνατος του Ζήδρου

Στις 3 Μαρτίου του 1957 οι Άγγλοι ύστερα από προδοσία πληροφορήθηκαν ότι το κρησφύγετο του Αυξεντίου βρισκόταν κοντά στο Μαχαιρά. Αυτοκίνητα, ελικόπτερα και πεζοί στρατιώτες περικύκλωσαν το κρησφύγετο. Ακολούθησε μια σφοδρή και ανελέητη μάχη, τα πυρά αναμεσά στον Αυξεντίου και τον αγγλικό στρατό έδιναν και έπαιρναν για ώρες ολόκληρες. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου όμως, έμεινε μέχρι τέλους ανυποχώρητος και αποφασισμένος να θυσιαστεί για την μεγάλη του αγάπη, την πατρίδα του.

Οι αγγλικές δυνάμεις ζητούν από τον Αυξεντίου και τους άντρες του να παραδοθούν. Ο Γρηγόρης διατάζει τους συμπολεμιστές του Ανδρέα ΣτυλιανούΑυγουστή ΕυσταθίουΑντώνη Παπαδόπουλο και Φειδία Συμεωνίδη να βγουν έξω για να σωθούν. Εκείνος, όπως είπε, «έπρεπε να πεθάνει».

Δέκα ολόκληρες ώρες μάχης πέρασαν, ενώ οι Άγγλοι άρχισαν να καλούν ενισχύσεις.  «Γρηγόρη, παραδώσου», φώναζε σε σπαστά ελληνικά ο Εγγλέζος στρατιώτης. «Μολών λαβέ», απάντησε ο Γρηγόρης.  Αμέσως, τέσσερις στρατιώτες όρμησαν προς το στόμιο του κρησφύγετου. Ο Αυξεντίου άρχισε να πυροβολεί, σκοτώνοντας τον έναν από αυτούς. Σύμφωνα με μαρτυρία του συμπολεμιστή του, Αυγουστή Ευσταθίου, μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο, οι Άγγλοι τον διέταξαν να επιστρέψει εκεί για να εξακριβώσει αν ο Αυξεντίου ήταν νεκρός και να τον σύρει έξω. Αν όμως ήταν ζωντανός, έπρεπε να τον πείσει να παραδοθεί.

Ο Αυγουστής μπήκε μέσα και βρήκε τον Αυξέντιου μισοτραυματισμένο αλλά ζωντανό και έτοιμο να ξαναεπιδοθεί στη μάχη. Προσφέρθηκε να του δέσει τα τραύματα του, μα εκείνος του απάντησε πως δεν έχουν χρόνο για αυτά. «Πάρε το όπλο», του είπε, «και άρχισε να ρίχνεις». Ο Γρηγόρης φώναξε: «τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε». Και η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα.

Ο αριθμός των Άγγλων στρατιωτών που είχαν πέσει νεκροί από τα πυρά του Αυξεντίου μέχρι το απόγευμα της ημέρας εκείνης ήταν σαράντα επτά. Ένας εξευτελιστικός αριθμός για τους Άγγλους. Βλέποντας, όμως, πως δεν ήταν δυνατόν να πάρουν τον Αυξέντιου ζωντανό και καταλαβαίνοντας πως είχε σκοπό να τραβήξει την μάχη μέχρι το βράδυ, για να διαφύγει μέσα στο σκοτάδι εξευτελίζοντας τους ακόμη περισσότερο, αποφάσισαν πως μόνο μια ανατίναξη και μια πυρκαγιά στο κρησφύγετο θα μπορούσε να τους απαλλάξει οριστικά από αυτόν. Οι Άγγλοι, μην έχοντας άλλη επιλογή, δίνουν την διαταγή, λούζουν από ξηρά και αέρα το κρησφύγετο με βενζίνη και το παραδίδουν στις φλόγες. Ο Αυγουστής Ευσταθίου επιχείρησε βγει από το κρησφύγετο με βαριά εγκαύματα και αμέσως συνελήφθη.

Το πτώμα του Γρηγόρη Αυξεντίου βρέθηκε απανθρακωμένο την επόμενη μέρα και τάφηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, οι οποίες είναι γνωστές σήμερα ως «Τα Φυλακισμένα Μνήματα». Ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήταν μόλις 29 ετών.


Ο Αποχαιρετισμός του Γιάννη Ρίτσου:

Ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει τον «Αποχαιρετισμό» για τον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, τον σταυραετό του Μαχαιρά, αποτυπώνοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα του:

Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τ’ ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κι είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: «Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμμένο παιδί του απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.